συζώννυμι

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A gird together, gird up, [κροκωτόν] Ar.Th.255:—Med., gird up one's loins, ib.656 (anap.), Lys.536 (lyr.).    2 Med. also, gird on one's armour, LXX 1 Ma.3.3.

German (Pape)

[Seite 972] (s. ζώννυμι), zusammengürten, verbinden, Ar. Th. 255; med., συζώσασθαι, sich gürten, 656.

Greek (Liddell-Scott)

συζώννῡμι: μέλλ. -ζώσω, ζώνω ὁμοῦ, ζώνω, τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 255· ― Μέσ., περιζωννύω ἐμαυτόν, «ζώνομαι», αὐτόθι 656, Λυσιστρ. 536. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὡσαύτως, περιζώννυμαι τὴν πανοπλίαν μου, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ΄, 3).

Greek Monolingual

Α
1. ζώνω μαζί
2. μέσ. συζώννυμαι
α) ζώνομαι
β) ζώνομαι την πανοπλία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ζώννυμι «ζώνω»].

Greek Monolingual

Α
1. ζώνω μαζί
2. μέσ. συζώννυμαι
α) ζώνομαι
β) ζώνομαι την πανοπλία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ζώννυμι «ζώνω»].