συκομουριά
Greek Monolingual
η / συκομορέα, ΝΜΑ, και συκομοραία Α
οπωροφόρο αειθαλές δέντρο της Αφρικής με φύλλα όμοια με τα φύλλα μουριάς και καρπό όμοιο με μικρό σύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον + κατάλ. -έα (πρβλ. συκ-έα). Ο τ. συκο-μουριά με συνίζηση].
Greek Monolingual
η / συκομορέα, ΝΜΑ, και συκομοραία Α
οπωροφόρο αειθαλές δέντρο της Αφρικής με φύλλα όμοια με τα φύλλα μουριάς και καρπό όμοιο με μικρό σύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συκόμορον + κατάλ. -έα (πρβλ. συκ-έα). Ο τ. συκο-μουριά με συνίζηση].