συμμαρτυρία
English (LSJ)
ἡ,
A configuration of planets, Vett. Val.49.26.
Greek Monolingual
ἡ, Α συμμάρτυρος
αστρον. η σχετική θέση τών πλανητών.
Greek Monolingual
ἡ, Α συμμάρτυρος
αστρον. η σχετική θέση τών πλανητών.
ἡ,
A configuration of planets, Vett. Val.49.26.
ἡ, Α συμμάρτυρος
αστρον. η σχετική θέση τών πλανητών.
ἡ, Α συμμάρτυρος
αστρον. η σχετική θέση τών πλανητών.