συμμαρτυρία
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ, configuration of planets, Vett. Val.49.26.
Greek Monolingual
ἡ, Α συμμάρτυρος
αστρον. η σχετική θέση τών πλανητών.
Translations
configuration
Armenian: փոխդասավորութուն, ուրվագիծ; Bulgarian: конфигурация; Catalan: configuració; Chinese Mandarin: 編排/编排, 配置, 佈局/布局; Esperanto: agordo; Estonian: asetus; Finnish: rakenne; French: configuration; German: Konfiguration; Greek: διαμόρφωση, διάταξη, σχήμα, σχηματισμός, διαρρύθμιση; Ancient Greek: διατύπωσις, συμμαρτυρία, συσχηματισμός, σχῆμα, σχημάτισις, σχηματισμός, σχηματοποιΐα, σχηματουργία; Icelandic: stilling; Indonesian: konfigurasi; Irish: imchruth; Italian: configurazione; Japanese: 構成, 配置, 設定, コンフィギュレーション; Malay: tatarajah, tatabentuk; Norman: confidguthâtion; Norwegian Bokmål: konfigurasjon; Nynorsk: konfigurasjon; Polish: konfiguracja; Portuguese: configuração; Romanian: configurație, dispunere, configurare; Russian: конфигурация; Spanish: configuración; Swedish: konfiguration, konfigurering, inställning; Ukrainian: конфігурація; Vietnamese: cấu hình