συμπαράκειμαι
English (LSJ)
A to be adjacent, Epicur.Ep.2p.49U., Plb.6.53.8, Judeich Altertümer von Hierapolis 348:—Gramm., -κειμένη θέσις ῥημάτων καὶ ὀνομάτων of verbs and substantives, as ἱδρῶθ' ὃν ἵδρωσα, Eust.477.42.
German (Pape)
[Seite 984] (s. κεῖμαι), mit od. zugleich dabei, daneben liegen; Epicur. bei D. L. 10, 107; Eust.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαράκειμαι: παθ., κεῖμαι πλησίον τινός, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 107, κλπ.
Greek Monolingual
ΜΑ παράκειμαι
κείμαι μαζί ή κοντά με κάποιον άλλο.
Greek Monolingual
ΜΑ παράκειμαι
κείμαι μαζί ή κοντά με κάποιον άλλο.