συμπαραπλέω
English (LSJ)
A sail along with also, Plb.5.68.9, D.S.4.18, Plu.Demetr.19, Arr.Fr.127J., etc.
German (Pape)
[Seite 984] (s. πλέω), mit, zugleich nebenher schiffen, Pol. 5, 68, 9.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραπλέω: παραπλέω προσέτι, Πολύβ. 5. 68, 9, Διόδ., κτλ.
Greek Monolingual
Α παραπλέω
1. πλέω κοντά σε κάποιον
2. (κατ' επέκτ.) παρακολουθώ κάποιον πλέοντας κοντά του («αὐτὸς μὲν ἄγων πεζῇ τὴν δύναμιν, Δημητρίου δὲ... στόλῳ συμπαραπλέοντος», Πλούτ.).
Greek Monolingual
Α παραπλέω
1. πλέω κοντά σε κάποιον
2. (κατ' επέκτ.) παρακολουθώ κάποιον πλέοντας κοντά του («αὐτὸς μὲν ἄγων πεζῇ τὴν δύναμιν, Δημητρίου δὲ... στόλῳ συμπαραπλέοντος», Πλούτ.).