συμπεριέλκω

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A drag about together, in Pass., c. dat., PSI5.495.16 (iii B.C.), Placit.2.20.13.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριέλκω: περιέλκω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 190Β, Γαλην. 19. 276.

French (Bailly abrégé)

tirer ou traîner ensemble tout autour.
Étymologie: σύν, περιέλκω.

Greek Monolingual

Α
περιέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιέλκω «τραβώ εδώ και εκεί»].

Greek Monolingual

Α
περιέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιέλκω «τραβώ εδώ και εκεί»].