συμπεριέλκω

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριέλκω Medium diacritics: συμπεριέλκω Low diacritics: συμπεριέλκω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΕΛΚΩ
Transliteration A: symperiélkō Transliteration B: symperielkō Transliteration C: symperielko Beta Code: sumperie/lkw

English (LSJ)

drag about together, in Pass., c. dat., PSI5.495.16 (iii B.C.), Placit.2.20.13.

French (Bailly abrégé)

tirer ou traîner ensemble tout autour.
Étymologie: σύν, περιέλκω.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριέλκω: увлекать вокруг, уносить с собой: συμπεριελκόμενος τῇ κινήσει Plut. увлекаемый вращательным движением.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριέλκω: περιέλκω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 190Β, Γαλην. 19. 276.

Greek Monolingual

Α
περιέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιέλκω «τραβώ εδώ και εκεί»].