συνεκθερμαίνω

Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A make hot like oneself, Id.Pomp. 8, Gal.7.387:—Pass., Hp.Vict.2.66.

German (Pape)

[Seite 1012] mit oder zugleich erwärmen, Plut. Pomp. 8.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκθερμαίνω: θερμαίνω ὁμοῦ, συνεκκαίω, Πλουτ. Πομπ. 8, Γαλην. τ. 7, σ. 146.

French (Bailly abrégé)

réchauffer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκθερμαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. εκθερμαίνω συγχρόνως
2. καθιστώ κάποιον ή κάτι θερμό, όπως είμαι ο ίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω, εμψυχώνω»].

Greek Monolingual

Α
1. εκθερμαίνω συγχρόνως
2. καθιστώ κάποιον ή κάτι θερμό, όπως είμαι ο ίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω, εμψυχώνω»].