συνεκκαίω

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκαίω Medium diacritics: συνεκκαίω Low diacritics: συνεκκαίω Capitals: ΣΥΝΕΚΚΑΙΩ
Transliteration A: synekkaíō Transliteration B: synekkaiō Transliteration C: synekkaio Beta Code: sunekkai/w

English (LSJ)

set on fire together, τὰ δένδρα Ael.VH13.1; τὸν ἀέρα Plu.Alex.35; αὑτῷ τὸ πᾶν σῶμα Gal.11.406: abs., help to flare up, Thphr. Ign.27,37: metaph., help to inflame, τινα Plb.3.14.3; τὸν θυμόν Plu.Pel.19, Caes.44.

German (Pape)

[Seite 1012] (s. καίω), mit oder zugleich an-, verbrennen, τὰ δένδρα Ael. V. H. 63, 1; übertr., mit entflammen, zum Kriege, Pol. 3, 14, 3.

French (Bailly abrégé)

brûler avec ou en même temps ; fig. aider à enflammer, acc..
Étymologie: σύν, ἐκκαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκκαίω tegelijk in brand steken, ook of tegelijk doen ontbranden, met acc. (ook overdr.).

Russian (Dvoretsky)

συνεκκαίω:
1 одновременно зажигать, воспламенять (τὸν μεταξὺ ἀέρα Plut.);
2 перен. воспламенять, воодушевлять (τινά Polyb.).

Greek Monolingual

Α
1. κατακαίω συγχρόνως
2. απόλ. διεγείρω, εξάπτω συγχρόνως
3. μτφ. ερεθίζω, εξοργίζω συγχρόνως («συνεκκαίει τὸν θυμόν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκαίω «κατακαίω»].

Greek Monotonic

συνεκκαίω: μέλ. -καύσω, ανάβω πυρκαγιά και καίω μαζί, κατακαίω, αποτεφρώνω μαζί, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκαίω: μέλλ. -καύσω, ἐκκαίω ὁμοῦ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 1, Πλουτ. Ἀλέξ. 35· ― μεταφορ., ἀπὸ κοινοῦ ἐξάπτω, ἐκθερμαίνω, τινὰ Πολύβ. 3. 14, 3, Πλουτ. Πελοπίδ. 19, ἐν τέλ.

Middle Liddell

fut. -καύσω
to set on fire together, Plut.