συνεκκλίνω

Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

[ῑ],

   A decline (morally) together, Posidon. ap. Gal.5.469.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω, κάμπτω κατὰ μέρος ἢ πλαγίως ὁμοῦ, Διόδ. 3. 26· ἀλλ’ ὁ Δινδ. συνεγκλ-.

Greek Monolingual

Α ἐκκλίνω
παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι μαζί με κάποιον.

Greek Monolingual

Α ἐκκλίνω
παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι μαζί με κάποιον.