συνεκπιέζω

Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A premo, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1012] mit oder zugleich ausdrücken, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπιέζω: διὰ τῆς πιέσεως ἐξάγω ὁμοῦ· ῥηματ. ἐπίθ. συνεκπιεστέον, Γεωπον. 3. 7, 1.

Greek Monolingual

Α
1. συμπιέζω
2. εξάγω με πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπιέζω «αφαιρώ με πίεση»].

Greek Monolingual

Α
1. συμπιέζω
2. εξάγω με πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπιέζω «αφαιρώ με πίεση»].