τηνεί

Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

German (Pape)

[Seite 1108] adv., dor. = ἐκεῖ, dort, Theocr. 1, 106, oft.

Greek Monolingual

ή τηνεί Α
επίρρ.
1. εκεί
2. εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. του ἐκεῖνος + κατάλ. -εί /-εῖ, αρχ. τοπικής (πρβλ. εκ-εί)].