[Seite 1108] adv., dor. = ἐκεῖ, dort, Theocr. 1, 106, oft.
ή τηνεί Αεπίρρ.1. εκεί2. εδώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. του ἐκεῖνος + κατάλ. -εί /-εῖ, αρχ. τοπικής (πρβλ. εκ-εί)].