τηνεί

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

German (Pape)

[Seite 1108] adv., dor. = ἐκεῖ, dort, Theocr. 1, 106, oft.

Greek Monolingual

ή τηνεί Α
επίρρ.
1. εκεί
2. εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. του ἐκεῖνος + κατάλ. -εί /-εῖ, αρχ. τοπικής (πρβλ. εκεί)].