υδροξύλιο
Greek Monolingual
το, Ν
χημ. η μονοσθενής ρίζα ΟΗ, η οποία απαντά σε μεγάλο αριθμό χημικών ενώσεων, όπως είναι το νερό, τα υδροξείδια μετάλλων, οι αλκοόλες, τα υδροξυοξέα κ.ά., καθώς και του αντίστοιχου ανιόντος OH-, που απαντά στα υδατικά διαλύματα τών βάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. hydroxyle < hydr- (< υδρο-) + -οx- (πρβλ. οξο-) + κατάλ. -yl (πρβλ. -ύλιο)].