ὑπερίνησις

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A violent purging, Hp.Loc.Hom. 47.

German (Pape)

[Seite 1197] ἡ, übermäßige Ausleerung od. Reinigung, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίνησις: -εως, ἡ, βιαία κένωσις περιττωμάτων, Ἱπποκρ. 424. 10.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α ὑπερινῶ
βίαιη κένωση περιττωμάτων.