κένωση

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) κενώ
1. το άδειασμα
2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση
νεοελλ.
το σερβίρισμα
αρχ.
1. ιατρ. ελάττωση του αίματος, πενιχρή δίαιτα
2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα.