ταραχοποιός

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

όν,

   A causing disorder or confusion, Aesop.76b.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρᾰχοποιός: -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ προξενῶν ταραχὴν ἢ σύγχυσιν, Αἴσωπ. 37.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui cause du trouble.
Étymologie: τάραχος, ποιέω.

Greek Monolingual

ο / ταραχοποιός, -όν, ΝΜΑ
άτομο που προξενεί ταραχές, ταραξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταραχή + -ποιός].