ταραξίας
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
-ου, ὁ, = ταράκτης, Suid.
German (Pape)
[Seite 1070] ὁ, = ταράκτης, Suid. v. Σεβῆρος.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰραξίας: -ου, ὁ, ταράκτης, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
άτομο που προκαλεί αναστάτωση, αναταραχή, ο ταραχοποιός
νεοελλ.
συνεκδ. άτομο που κάνει αταξίες, φασαρίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάραξις + επίθημα -ίας (πρβλ. έγκληματίας)].