τρίσταθμος

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A thrice the weight, Agatharch. 96.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσταθμος: -ον, τριπλοῦς, τριπλάσιος τὸ βάρος, τὸν χαλκὸν πρὸς τὸν χρυσὸν τρίσταθμον ἀλλάττονται Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 458.

Greek Monolingual

-ον, Α
τριπλάσιος σε βάρος από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σταθμος (< σταθμός ή στάθμη), πρβλ. βαρύ-σταθμος].