συνοικουρός

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Greek (Liddell-Scott)

συνοικουρός: -όν, ὁ συνοικουρῶν μετά τινος, ὅστις γυναικῶν λυμεῶνας ἥδεται ξένους κομίζων καὶ ξυνοικουροὺς κακῶν, «κακῶν συγκομιστὰς» (Δούκας), Εὐρ. Ἱππ. 1069· ― ἐκφέρεται καὶ προπαροξυτόνως: συνοίκουρος.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui garde la maison avec, qui vit avec, gén..
Étymologie: σύν, οἰκουρός.

Greek Monolingual

-όν, και συνοίκουρος, -ον Α
1. αυτός που μένει στο σπίτι μαζί με κάποιον
2. φρ. «συνοικουρὸς κακῶν» — σύντροφος σε αταξία, σε ζημιά (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἴκουρος «αυτός που μένει σπίτι»].