χαριτολογία

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του χαριτολογώ
2. χαρίτολόγημα, ευφυολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Βαλαωρίτη].