χαριτολογώ

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418

Greek Monolingual

-έω, Ν
1. μιλώ με χάρη
2. λέω έξυπνα αστεία, ευφυολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].