σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
-έω, Ν1. μιλώ με χάρη2. λέω έξυπνα αστεία, ευφυολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].