φλιαρός

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ά, όν,

   A = χλιαρός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

φλιᾰρός: -ά, -όν, = χλιαρός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χλιαρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλίω + επίθημα -αρός (πρβλ. χλι-αρός), βλ. λ. φλίω.