αρός

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

ο
1. φυσικός ή τεχνητός λάκκος σε πέτρα, όπου συγκεντρώνεται θαλασσινό ή βρόχινο νερό
2. η ποσότητα νερού που συγκεντρώνεται στον λάκκο
3. το αλάτι που απομένει μετά την εξάτμιση του θαλασσινού νερού.