φρήτρη

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ἡ, Ion. for φράτρα (q.v.); also φρητρία, IG14.759 (Naples, φητρ- lapis).

German (Pape)

[Seite 1306] ἡ, u. φρήτριος, ion. = φράτρα, φράτριος.

Greek (Liddell-Scott)

φρήτρη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ φράτρα, Ἐπικ. δοτ. φρήτρῃφιν.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. φρατρία.

English (Autenrieth)

(φράτηρ, cf. frater), dat. φρήτρηφιν: clan. (Il.)

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιων. τ. βλ. φράτρα.