χλομάδα

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και παλ. γρφ. χλωμάδα, η, Ν
η ιδιότητα του χλομού, ωχρότητα, κιτρινάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλομός / χλωμός + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμ-άδα)].