και παλ. γρφ. χλωμάδα, η, Νη ιδιότητα του χλομού, ωχρότητα, κιτρινάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλομός / χλωμός + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμ-άδα)].