τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
και παλ. γρφ. χλωμάδα, η, Νη ιδιότητα του χλομού, ωχρότητα, κιτρινάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλομός / χλωμός + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμάδα)].