χλομάδα

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

και παλ. γρφ. χλωμάδα, η, Ν
η ιδιότητα του χλομού, ωχρότητα, κιτρινάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλομός / χλωμός + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμάδα)].