τράγινος

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A = τράγειος, of a he-goat, κόραι AP9.558 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 1133] vom Bocke, Eryc. 7 (IX, 558).

Greek (Liddell-Scott)

τράγῐνος: -η, -ον, ὡς τὸ τράγειος, ὁ ἀνήκων εἰς τράγον, τραγίνας δ’ ὕπνος ἔμυσε κόρας Ἀνθ. Π. 9. 558, 6.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de bouc.
Étymologie: τράγος.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
τραγήσιος, τράγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].