τραγήσιος

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
τράγειος («τραγήσιο κρέας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. μοσχαρήσιος)].