φαινόλις

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ἡ, (φαίνω)

   A light-bringing, light-giving, ἠώς h.Cer.51, Mosch.4.121; αὔως Sapph.95.

Greek (Liddell-Scott)

φαινόλις: ἡ, (φαίνω) ἡ λαμπρά, ἡ φωσφόρος, ἀλλ’ ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινόλις ἠὼς Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 51· φαίνολις... αὔως = ἡ φωσφόρως ἠώς, Σαπφὼ 95 (68)· πρβλ. μαινόλις.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
brillante.
Étymologie: φαίνω.

Greek Monolingual

και αιολ. τ. φαίνολις, ἡ, Α
αυτή που φέρνει φως, φωσφόρος («ἀλλ' ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινόλις ἠώς», Ύμν. Δήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + επίθημα -όλις, θηλ. του -όλης (πρβλ. μαιν-όλις)].