ὑπουργηματικός

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ή, όν,

   A making use of such service, Sch.D.T.p.111 H.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουργηματικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ὑπούργημα, Ἀν. Βεκ. 653.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑπούργημα, -ατος]
αυτός που αναφέρεται σε υπούργημα, σε εξυπηρέτηση.