συνεπιθορυβώ

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

-έω, Α
επιδοκιμάζω μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῑς κολακεύουσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθορυβῶ «θορυβώ για κάτι, φωνάζω»].

Greek Monolingual

-έω, Α
επιδοκιμάζω μεγαλοφώνως («ἐπαινέσεις καὶ συνεπιθορυβήσεις τοῑς κολακεύουσι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθορυβῶ «θορυβώ για κάτι, φωνάζω»].