ὑόφθαλμος

Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἀστὴρ Ἀττικός, Ps.-Dsc.4.119.

Greek (Liddell-Scott)

ὑόφθαλμος: ὁ, φυτὸν τὸ καὶ ἀστὴρ Ἀττικὸς καλούμενον, Λατινιστὶ δὲ inguinali, Apvl. herb. 61.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το φυτό που ο Διοσκορίδης ονόμαζε αστήρ ο αττικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + ὀφθαλμός.