-ῶνος, ὁ, Αὑφαντεῑον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαίνω (πρβλ. ὑφαντός, ὑφάντης) + επίθημα -ών (πρβλ. ἀγκ-ών, στιγ-ών)].