εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
-ῶνος, ὁ, Αὑφαντεῖον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαίνω (πρβλ. ὑφαντός, ὑφάντης) + επίθημα -ών (πρβλ. ἀγκών, στιγών)].