υφαντών

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
ὑφαντεῖον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαίνω (πρβλ. ὑφαντός, ὑφάντης) + επίθημα -ών (πρβλ. ἀγκών, στιγών)].