υπερανάκειμαι
Greek Monolingual
Α
είμαι ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο πιο ψηλά από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»].
Α
είμαι ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο πιο ψηλά από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»].