ξαπλώνω

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

ξαπλώνω)
εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκοςξαπλώνω την αρίδα μου» — κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι)
νεοελλ.
1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τον ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τον ξάπλωσε στο χώμα»)
2. έρχομαι σε ερωτική επαφή
3. (για ρούχο, ύφασμα) μαζεύω, σε αντιδιαστολή προς το απλώνω
4..εκτείνομαι, απλώνομαι, ξετυλίγομαι
5. (ενεργ. και μεσοπαθ.) α) κατακλίνομαι για ύπνο ή για ανάπαυση
β) πέφτω νεκρός ή πληγωμένος
6. μέσ. ξαπλώνομαι
διαδίδομαι, επεκτείνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-απλώνω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος
βλ. και λ. ξ(ε)- με επιτ. και με στερ. σημ. (πρβλ. ερμήνευμα 3)].