ξαπλώνω
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
(Μ ξαπλώνω)
εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκος («ξαπλώνω την αρίδα μου» — κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι)
νεοελλ.
1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τον ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τον ξάπλωσε στο χώμα»)
2. έρχομαι σε ερωτική επαφή
3. (για ρούχο, ύφασμα) μαζεύω, σε αντιδιαστολή προς το απλώνω
4..εκτείνομαι, απλώνομαι, ξετυλίγομαι
5. (ενεργ. και μεσοπαθ.) α) κατακλίνομαι για ύπνο ή για ανάπαυση
β) πέφτω νεκρός ή πληγωμένος
6. μέσ. ξαπλώνομαι
διαδίδομαι, επεκτείνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-απλώνω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος
βλ. και λ. ξ(ε)- με επιτ. και με στερ. σημ. (πρβλ. ερμήνευμα 3)].