ανάκλιντρο
From LSJ
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
το (Α ἀνάκλιντρον) ἀνακλίνω
πλατύ αναπαυτικό κάθισμα, στο οποίο μπορεί κανείς να καθήσει ή και να ξαπλώσει. Τα ανάκλιντρα ήταν πολύ συνηθισμένα στους αρχαίους, αλλά και σήμερα με τις κοινές ονομασίες «καναπές», «σοφάς», «ντιβάνι».