χαριτώπης

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὤψ)

   A graceful of aspect, Orph.H.17.5: fem. χαριτῶπις, ιδος, IG3.1376.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, von anmuthigem, reizendem Blick, holdblickend, Orph. H. 16, 5.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτώπης: -ου, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν πλήρη χάριτος, Ὀρφ. Ὕμν 16. 5· θηλ. χαριτῶπις, ιδος, Ἀνθ. Παλατ. παράρτημ. 209.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à l’air gracieux.
Étymologie: χάρις, ὤψ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. χαριτῶπις, -ώπιδος, Α
χαριτόμορφος, χαριτοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -ώπης (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. γλαυκ-ώπης / -ῶπις].