φθορία

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ἡ,

   A corruption, mischief, Hp.Jusj.

Greek (Liddell-Scott)

φθορία: ἡ, διαφθορά, βλάβη, κακὸς σκοπός, Ἱππ. Ὅρκ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
φθορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθοράφθόρος) + κατάλ. -ία (πρβλ. ὀλεθρ-ία: ὄλεθρος)].