φθορία

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθορία Medium diacritics: φθορία Low diacritics: φθορία Capitals: ΦΘΟΡΙΑ
Transliteration A: phthoría Transliteration B: phthoria Transliteration C: fthoria Beta Code: fqori/a

English (LSJ)

ἡ, corruption, mischief, Hp.Jusj.

Greek (Liddell-Scott)

φθορία: ἡ, διαφθορά, βλάβη, κακὸς σκοπός, Ἱππ. Ὅρκ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
φθορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθοράφθόρος) + κατάλ. -ία (πρβλ. ὀλεθρ-ία: ὄλεθρος)].