υποπλάσσω
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
μέσ. ὑποπλάσσομαι
προσποιούμαι, υποκρίνομαι
αρχ.
επινοώ, σκαρφίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πλάσσομαι «προσποιούμαι, υποκρίνομαι»].
ΜΑ
μσν.
μέσ. ὑποπλάσσομαι
προσποιούμαι, υποκρίνομαι
αρχ.
επινοώ, σκαρφίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πλάσσομαι «προσποιούμαι, υποκρίνομαι»].