υποπλάσσω

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
μέσ. ὑποπλάσσομαι
προσποιούμαι, υποκρίνομαι
αρχ.
επινοώ, σκαρφίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πλάσσομαι «προσποιούμαι, υποκρίνομαι»].