τραγόκτονος

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ον,

   A of slaughtered goats, αἶμα E.Ba.139 (lyr., -κτόνον codd.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγόκτονος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἐσφαγμένους τράγους, τραγόκτονονον (κοιν. τραγοκτόνον) αἷμα Εὐρ. Βάκχ. 139· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 324, σ. 228.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον αἷμα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρό-κτονος].