τεκνοσπόρος

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ον,

   A begetting children, Aristid. Quint.3.21, Man.4.597, 6.540.

German (Pape)

[Seite 1083] Kinder säend, erzeugend, Maneth. 4, 597.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοσπόρος: -ον, ὁ σπείρων τέκνα, τεκνοποιῶν, τεκνογόνος, Μανέθων 4. 597., 6. 540.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σπέρνει παιδιά, που γονιμοποιεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. παιδο-σπόρος.