συντρώγω

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

   A eat together, Tz.H.10.637.

Greek (Liddell-Scott)

συντρώγω: τρώγω ὁμοῦ, ἄρτον τυχόντα… συντρώγοντα Τζέτζ. Ἱστ. 10. 638.

Greek Monolingual

ΝΜ
τρώω στο ίδιο τραπέζι μαζί με άλλον ή άλλους, παρακάθημαι σε γεύμα
μσν.
τρώω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους.