τραπεζιέρης
Greek Monolingual
και τραπεζιάρης, ο, θηλ. τραπεζιέρα, Ν
1. αυτός που φροντίζει όσους γευματίζουν, τραπεζοκόμος
2. το θηλ. μοδίστρα επικεφαλής εργατριών που εργάζονται στο ίδιο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + κατάλ. -ιέρης (πρβλ. καμαρ-ιέρης)].