τραπεζιέρης

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

και τραπεζιάρης, ο, θηλ. τραπεζιέρα, Ν
1. αυτός που φροντίζει όσους γευματίζουν, τραπεζοκόμος
2. το θηλ. μοδίστρα επικεφαλής εργατριών που εργάζονται στο ίδιο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + κατάλ. -ιέρης (πρβλ. καμαριέρης)].