συνθηρευτής

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = συνθηρατής, X.Cyr.2.4.15, Them.Or.21.254d.

Greek (Liddell-Scott)

συνθηρευτής: -οῦ, = συνθηρατής, συγκυνηγός, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 15, Θεμιστ. 254D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. συνθηρατής.
Étymologie: σύν, θηρεύω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνθηρεύω
συνθηρατής.