συνθηρευτής
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
συνθηρευτοῦ, ὁ, = συνθηρατής, X.Cyr.2.4.15, Them.Or.21.254d.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. συνθηρατής.
Étymologie: σύν, θηρεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θηρευτής -οῦ, ὁ [συνθηρεύω] mede-jager, jachtgenoot.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνθηρεύω
συνθηρατής.
Greek Monotonic
συνθηρευτής: -οῦ, ὁ, = συνθηρατής, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συνθηρευτής: -οῦ, = συνθηρατής, συγκυνηγός, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 15, Θεμιστ. 254D.
Middle Liddell
συνθηρευτής, οῦ, ὁ, = συνθηρατής, Xen.] [from συνθηρεύω
German (Pape)
ὁ, = συνθηρατής, Xen. Cyr. 2.4.15.