συνθηρευτής

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθηρευτής Medium diacritics: συνθηρευτής Low diacritics: συνθηρευτής Capitals: ΣΥΝΘΗΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: synthēreutḗs Transliteration B: synthēreutēs Transliteration C: synthireftis Beta Code: sunqhreuth/s

English (LSJ)

συνθηρευτοῦ, ὁ, = συνθηρατής, X.Cyr.2.4.15, Them.Or.21.254d.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. συνθηρατής.
Étymologie: σύν, θηρεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θηρευτής -οῦ, ὁ [συνθηρεύω] mede-jager, jachtgenoot.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνθηρεύω
συνθηρατής.

Greek Monotonic

συνθηρευτής: -οῦ, ὁ, = συνθηρατής, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνθηρευτής: -οῦ, = συνθηρατής, συγκυνηγός, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 15, Θεμιστ. 254D.

Middle Liddell

συνθηρευτής, οῦ, ὁ, = συνθηρατής, Xen.] [from συνθηρεύω

German (Pape)

ὁ, = συνθηρατής, Xen. Cyr. 2.4.15.